Σε υψηλούς τόνους τοποθετούνται 41 Χωρικοί Ατνιπεριφερειάρχες της χώρας απέναντι στις προτάσεις του υπουργείου Εσωτερικών, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του «Καλλικράτη», που οδηγούν στην κατάργηση των περιφερειακών ενοτήτων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κείμενο που συνοψίζει θέσεις που προέκυψαν από την 1η Θεματική Συνάντηση Χωρικών Αντιπεριφερειαρχών (στις 14 Ιουνίου, αλλά δόθηκε τώρα στη δημοσιότητα), οι 41 αιρετοί χαρακτηρίζουν «προβλητικό» το κείμενο τις επιτροπής του υπουργείου «για όσους και όσες υπηρετούν την περιφερειακή αυτοδιοίκηση από τη θέση του άμεσα εκλεγόμενου χωρικού Αντιπεριφερειάρχη», αλλά και «για τα εκλογικά σώματα των Περιφερειακών Ενοτήτων».
«Οι χωρικοί Αντιπεριφερειάρχες όχι μόνο “δεν φαλκιδεύουν την τοπική δημοκρατία” αλλά αποτελούν έναν αναγκαίο δημοκρατικό θεσμό μεταξύ των Δήμων και των κέντρων των Περιφερειών και των λοιπών δημοσίων αρχών που συμβάλει ποικιλοτρόπως στην ανάδειξη και προώθηση των θεμάτων κάθε Περιφερειακής Ενότητας και των πληθυσμό αυτών», αναφέρεται στο κείμενο. Ακόμη, θέση των 41 αντιπεριφερειαρχών είναι ότι οι προτάσεις της Επιτροπής «για τις Περιφερειακές Ενότητες και το θεσμό του χωρικού αντιπεριφερειάρχη προκρίνουν μια λογική συγκεντρωτισμού, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το ρόλο των χωρικών αντιπεριφερειαρχών και των Περιφερειακών Ενοτήτων τόσο στην παροχή τοπικών δημόσιων υπηρεσιών όσο και στο ρόλο τους ως συντονιστών του συνόλου σχεδόν της δημόσιας διοίκησης σε τοπικό επίπεδο ενώ αγνοούν παντελώς την ανάγκη ενδογενούς ανάπτυξης και χωρικής ενδυνάμωσης προκειμένου η χώρα μας να ξεφύγει από την αναπτυξιακή στασιμότητα και οπισθοδρόμηση».
Υποστηρίζουν δε ότι «τόσο η εμπειρία από τη λειτουργία του θεσμού των χωρικών Αντιπεριφερειαρχών όσο και η επιστημονική έρευνα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο συνομολογούν υπέρ της ενίσχυσης των Περιφερειακών Ενοτήτων και του ρόλου των Χωρικών Αντιπεριφερειαρχών σε συνδυασμό με την θεσμοθέτηση συλλογικού αιρετού οργάνου ανά Περιφερειακή Ενότητα με αποφασιστικές αρμοδιότητες για τα τοπικά θέματα».
«Ειδικότερα δε για τα νησιά», συμπληρώνουν «τα πλέον απομακρυσμένα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων των χερσαίων Περιφερειών, προτείνεται η θεσμοθέτηση του αιρετού έπαρχου με δεδομένο και τον πολύ περιορισμένο αριθμό των αιρετών Περιφερειακών Συμβούλων στις νησιωτικές Περιφερειακές Ενότητες αλλά και σε ηπειρωτικές απομακρυσμένες περιοχές που βρίσκονται σε απόσταση ιδιαίτερα μεγάλη από την έδρα της Περιφερειακής Ενότητας (π.χ. Αλεξανδρούπολη – Βόρειος Έβρος)».
Στον αντίποδα, οι αντιπεριφερειάρχες που υπογράφουν το κείμενο, προτείνουν την ενδυνάμωση των Περιφερειακών Ενοτήτων και του θεσμού συνολικά της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης μέσω μιας σειρά παρεμβάσεων όπως αυτό περιγράφεται περιληπτικά στο παρακάτων κείμενο:
Το κείμενο της Επιτροπής ΥΠΕΣ είναι προσβλητικό για όσους και όσες υπηρετούν την περιφερειακή αυτοδιοίκηση από τη θέση του άμεσα εκλεγόμενου χωρικού Αντιπεριφερειάρχη και προσβλητικό για τα εκλογικά σώματα των Περιφερειακών Ενοτήτων. Οι χωρικοί Αντιπεριφερειάρχες όχι μόνο «δεν φαλκιδεύουν την τοπική δημοκρατία» αλλά αποτελούν έναν αναγκαίο δημοκρατικό θεσμό μεταξύ των Δήμων και των κέντρων των Περιφερειών και των λοιπών δημοσίων αρχών που συμβάλει ποικιλοτρόπως στην ανάδειξη και προώθηση των θεμάτων κάθε Περιφερειακής Ενότητας και των πληθυσμό αυτών.
Οι προτάσεις της Επιτροπής ΥΠΕΣ για τις Περιφερειακές Ενότητες και το θεσμό του χωρικού αντιπεριφερειάρχη προκρίνουν μια λογική συγκεντρωτισμού, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το ρόλο των χωρικών αντιπεριφερειαρχών και των Περιφερειακών Ενοτήτων τόσο στην παροχή τοπικών δημόσιων υπηρεσιών όσο και στο ρόλο τους ως συντονιστών του συνόλου σχεδόν της δημόσιας διοίκησης σε τοπικό επίπεδο ενώ αγνοούν παντελώς την ανάγκη ενδογενούς ανάπτυξης και χωρικής ενδυνάμωσης προκειμένου η χώρα μας να ξεφύγει από την αναπτυξιακή στασιμότητα και οπισθοδρόμηση.
Τόσο η εμπειρία από τη λειτουργία του θεσμού των χωρικών Αντιπεριφερειαρχών όσο και η επιστημονική έρευνα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο συνομολογούν υπέρ της ενίσχυσης των Περιφερειακών Ενοτήτων και του ρόλου των Χωρικών Αντιπεριφερειαρχών σε συνδυασμό με την θεσμοθέτηση συλλογικού αιρετού οργάνου ανά Περιφερειακή Ενότητα με αποφασιστικές αρμοδιότητες για τα τοπικά θέματα. Ειδικότερα δε για τα νησιά, τα πλέον απομακρυσμένα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων των χερσαίων Περιφερειών, προτείνεται η θεσμοθέτηση του αιρετού έπαρχου με δεδομένο και τον πολύ περιορισμένο αριθμό των αιρετών Περιφερειακών Συμβούλων στις νησιωτικές Περιφερειακές Ενότητες αλλά και σε ηπειρωτικές απομακρυσμένες περιοχές που βρίσκονται σε απόσταση ιδιαίτερα μεγάλη από την έδρα της Περιφερειακής Ενότητας (π.χ. Αλεξανδρούπολη – Βόρειος Έβρος). Οι κάθετες θεματικές πολιτικές και επιλογές έχουν διαχρονικά αποδειχθεί αναποτελεσματικές. Οι χωρικές προσεγγίσεις, η εκ των κάτω κινητοποίηση και συμμετοχή, η ενδογενής ανάπτυξης είναι τα κύρια εργαλεία, ακόμα περισσότερο σε περίοδο οικονομικής κρίσης, για τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αξιολόγηση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Οι γεωγραφικές, συγκοινωνιακές και ευρύτερες κοινωνικές ιδιαιτερότητες ανά Περιφερειακή Ενότητα συνηγορούν, επίσης, υπέρ της ενδυνάμωσης των Περιφερειακών Ενοτήτων. Δεν είναι δυνατόν να επιτάσσει το Σύνταγμα της χώρας μας διοίκηση σύμφωνα με το σύστημα της αποκέντρωσης, των ιδιαιτεροτήτων, τη νησιωτικότητα και ορεινότητα, και την ίδια στιγμή οι προτάσεις της Πολιτείας να κινούνται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση που στηρίζει τον συγκεντρωτισμό και την ουσιαστική αποδυνάμωση και απονεύρωση των Περιφερειακών Ενοτήτων.
Οι Περιφερειακές Ενότητες, επίσης, αποτελούν συνέχεια των ιστορικών νομαρχιών και νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, θεσμών με σημαντική συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της πατρίδας μας, όπως άλλωστε και το ίδιο το κείμενο του ΥΠΕΣ παραδέχεται. Αυτή η ιστορική συμβολή βασίζεται σε συγκεκριμένο κοινωνικό κεφάλαιο και περιφερειακή συνείδηση που χτίζονται αργά και με πολλές δυσκολίες, αποτελούν δε αναγκαία προϋπόθεση και για την όποια οικονομική ανάπτυξη. Η ισοπέδωση αυτών των τοπικών κοινωνικών κεφαλαίων όχι μόνο δεν θα συμβάλει σε ισχυρές Περιφέρειες αλλά θα οδηγήσει σε φαινόμενα ισχυρών κεντρικών σημείων που θα περιβάλλονται από εκτεταμένες ζώνες υποβάθμισης με τραγικά αποτελέσματα για την πρόοδο των πολιτών.
Μεταξύ των προτάσεων ξεχωρίζουν:
* Η Συνταγματική κατοχύρωση των υποθέσεων και αρμοδιοτήτων της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης.
* Ο Επανασχεδιασμός κρίσιμων δημόσιων πολιτικών (οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική μέριμνα και αλληλεγγύη, δημόσια υγεία, χωρικές πολιτικές) με διακριτικό και ενισχυμένο ρόλο των Περιφερειών και με σεβασμό στις θεμελιώδεις αρχές του ΕΧΤΑ (πολιτική, οικονομική, διοικητική και οργανωτική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, πληρότητα των αρμοδιοτήτων), καθώς και πρόβλεψη για την ύπαρξη των αναγκαίων πόρων (ανθρώπινων και υλικών).
* Η Εκχώρηση αρμοδιοτήτων από τους Δήμους και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις στις Περιφερειακές Ενότητες με την ανάλογη στελέχωση με σκοπό την αποφυγή διοικητικών αρρυθμιών και αστοχιών στην εφαρμογή ευαίσθητων και κρίσιμων δημόσιων πολιτικών (όπως η περίπτωση των δασαρχείων και των πολεοδομιών) όταν εμπλέκονται διαφορετικά επίπεδα άσκησης εξουσίας (Κεντρική Διοίκηση, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τυχόν ειδικοί Οργανισμοί) ή όταν η επίλυση πολεοδομικών θεμάτων Δήμων από διαφορετική Περιφερειακή Ενότητα από αυτή της έδρας του (περίπτωση Κυθήρων που εξυπηρετείται πολεοδομικά από τον Δήμο Πειραιά της Π.Ε. Πειραιά).
* Η Μετονομασία των Περιφερειακών Ενοτήτων σε Νομαρχίες και των χωρικών Αντιπεριφερειαρχών σε Νομάρχες.
* Η Λειτουργία Υπηρεσίας Αναπτυξιακού Προγραμματισμού ανά Περιφερειακή Ενότητα με αρμοδιότητες κατοχυρωμένες στο γενικό θεσμικό πλαίσιο αναπτυξιακού προγραμματισμού της χώρας.