Βρισκόμαστε ήδη να διασχίζουμε το πρώτο ήμισυ ενός ακόμα χρόνου οικονομικής κρίσης, να βιώνουμε ακόμα ένα μνημόνιο, σε μία χώρα που βρίσκεται στα όρια της αντοχής της, μια οικονομία στην εντατική και μία αγορά που δύσκολα στέκεται στα πόδια της. Η μεγαλύτερη κρίση όπως διατείνονται πολλοί, στα νεώτερα χρόνια της Ελλάδος. Μια κρίση που εξελίχθηκε γρήγορα, αιφνιδίασε, έδειξε τις αδυναμίες στην λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της και που εμφάνισε τα αδύνατα σημεία συστήματος και θεσμών. Ένας τέτοιος θεσμός που από τους σκοπούς σύστασης του και το περιεχόμενο του ήταν κοντά στην καρδιά του προβλήματος ήταν και τα Επιμελητήρια της Ελλάδος. Ανατρέχοντας στο νόμο που διέπει την λειτουργία του και στο σχετικό άρθρο βλέπουμε πως αναφέρει ρητά πως «Σκοπός των Επιμελητηρίων είναι η προστασία και ανάπτυξη του εμπορίου, της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας και των επαγγελμάτων στην περιφέρειά τους, μέσα στα πλαίσια των συμφερόντων της εθνικής οικονομίας, ως και η εν γένει οικονομική πρόοδος αυτής.»
Είναι πλέον αποδεκτό ότι η οικονομική κρίση που έπληξε μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία και την επιχειρηματική κοινότητα, δεν μπόρεσε να βρει τον συμπαραστάτη της στον Επιμελητηριακό θεσμό. Αντίθετα ανέδειξε όλες τις δομικές και πολιτικές αδυναμίες του θέτοντας ένα σοβαρό ζήτημα: θα βγούμε από την κρίση με ένα νέο μοντέλο επιμελητηρίων ή θα επιμείνουμε στην πεπατημένη οδό;
Τα Επιμελητήρια αν και είναι «αυτοτελείς και ανεξάρτητες ενώσεις φυσικών και νομικών προσώπων, που ασκούν εμπορική δραστηριότητα σε ορισμένη περιφέρεια» βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα με τις πολιτικές των κυβερνήσεων να τα βλέπουν όχι ως το όχημα προώθησης νέων επιχειρηματικών μοντέλων και ιδεών, αλλά σαν ενδεχόμενο ενοχλητικό συνομιλητή στα σχέδια περάσματος των σκληρών και αντιαναπτυξιακών μέτρων των μνημονίων. Η πρώτη προσπάθεια για μία αλλαγή στο καθεστώς λειτουργίας έγινε από την προηγούμενη κυβέρνηση, με τροποποίηση του Νόμου 2081/1992, που αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης επιμελητηριακής νομοθεσίας, το Δεκέμβριο του 2014 με τον ν. 4314/2014 με τη κατάργηση της υποχρεωτικής συνδρομής και την στροφή προς την αύξηση της ανταποδοτικότητας. Η συνέχεια ήρθε με την παρουσίαση σχεδίου από πλευράς της σημερινής κυβέρνησης όπου προβλέπεται μεταξύ των άλλων η κατάργηση των 41 από τα 59 υφιστάμενα εμποροβιομηχανικά, βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, προκαλώντας όπως ήταν αναμενόμενο σωρεία αντιδράσεων στους κόλπους των επιμελητηρίων. Σήμερα σε κάθε νομό λειτουργεί ένα μικτό επιμελητήριο, με εξαίρεση τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη) στις οποίες λειτουργούν από τρία επιμελητήρια. Με βάση τον σχεδιασμό του υπουργείου, τα επιμελητήρια θα περιοριστούν στο ένα ανά έδρα περιφέρειας, ενώ στους υπόλοιπους νομούς τα υφιστάμενα επιμελητήρια θα μετατραπούν σε επιμελητηριακές ενότητες, ενώ θα υπάρξει συγχώνευση στις μεγάλες πόλεις.
Μάλιστα η κυβέρνηση κάνοντας ένα επιπλέον βήμα ανέβαλε για δεύτερη φορά τις εκλογές των Διοικήσεων των Επιμελητηρίων, καθώς με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέθεσε η υφιστάμενη επιμελητηριακή νομοθεσία χρήζει επικαιροποίησης και αναμόρφωσης για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και χρειάζεται ο απαραίτητος χρόνος για το σκοπό αυτό, καθιστώντας πλέον το ζήτημα των εκλογών «σίριαλ» , καθώς αναβάλλονται και μετατίθενται από εξάμηνο σε εξάμηνο. Αρχικά οι αρχαιρεσίες ήταν να διεξαχθούν την περίοδο 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Οκτωβρίου 2016, εν συνεχεία μετατέθηκαν για τα τέλη του 2016, ακολούθως ανακοινώθηκε πως οι αρχαιρεσίες για την εκλογή νέων διοικήσεων στα Επιμελητήρια θα πραγματοποιηθούν τον Απρίλιο του 2017 και τελικά οι εκλογές μετατίθενται για το Νοέμβριο του 2017. Η σημερινή πραγματικότητα βρίσκει τον Επιμελητηριακό θεσμό σε μία αμήχανη κατάσταση που σίγουρα δεν βοηθά να επιτελέσουν το ρόλο τους, με τις διοικήσεις των οργάνων να βρίσκονται με τις συνεχείς παρατάσεις των εκλογών σε μία ιδιότυπη προεκλογική περίοδο μπροστά σε ένα θολό τοπίο για το μέλλον και τις σχεδιαζόμενες αλλαγές. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα των επιμελητηρίων που ήταν η βαρύτητα του ρόλου τους τείνει να μειωθεί, ιδίως σε σχέση με τους άλλους κοινωνικούς εταίρους, καθώς η παρατεταμένη περίοδος εκκρεμοτήτων μπορεί εύκολα να εκθλιφθεί σαν προσπάθεια «χειραγώγησης» από την κεντρική εξουσία.
Ότι καθιερώθηκε, από το 1992, για τη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των Επιμελητηρίων, ώστε να μην τελούν κάτω από τον ιεραρχικό έλεγχο των κρατικών οργάνων, να μην υπάγονταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το Κράτος με νομοθετικές παρεμβάσεις και λογικές τύπου «Καλλικράτη» έρχεται στην ουσία να καταργήσει, να αλλοιώσει την έννοια του θεσμού και να ευνουχίσει τις αιρετές διοικήσεις. Για να θυμηθούμε, με την εφαρμογή της διοικητικής μεταρρύθμισης Καλλικράτη, οι οργανισμοί της δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή οι 54 νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, μετασχηματίστηκαν σε 13 αιρετές Περιφέρειες και οι 1.034 δήμοι και κοινότητες συνενώθηκαν σε 325 διευρυμένους Δήμους. Βασική στόχευση και τότε των συνενώσεων ήταν οι νέοι ΟΤΑ που θα προέκυπταν θα έπρεπε ταυτόχρονα με τα λειτουργικά και οικονομικά τους χαρακτηριστικά να συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της συμμετοχής του πολίτη, των θεσμών και των διαδικασιών. Σήμερα ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι με την εφαρμογή του Καλλικράτη δεν λύθηκαν τα προβλήματα, απεναντίας αυξήθηκαν, καθώς στη συντριπτική πλειονότητα των ΟΤΑ δεν έχει οικονομική ευρωστία και είναι σχεδόν αποκλειστικά εξαρτώμενοι από την χρηματοδότηση της κεντρικής κυβέρνησης, οι δε παρεχόμενες υπηρεσίες στους πολίτες έχουν υποβαθμιστεί. Η ορθή λειτουργία των Επιμελητηρίων προϋποθέτει πρωτίστως την οικονομική τους ανεξαρτησία, όσο και τη διοικητική τους αυτοτέλεια. Τα Επιμελητήρια πρέπει να γίνει σαφές δεν επιχορηγούνται από το κράτος, τα έσοδα τους δεν αποτελούν κρατικούς πόρους, δεν έχουν επιρροές από το Κρατικό Προϋπολογισμό. Βασίζονται στη συνδρομή των επιχειρήσεων-μελών που πλέον δεν είναι υποχρεωτική και συνιστά ανταποδοτική εισφορά, συμβατή με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις ενδεχόμενες μνημονιακές υποχρεώσεις.
Αντί τη καθολική απαίτηση η οποία διατυπώνεται από όλους, ειδικά στο επιχειρείν, για λιγότερο κράτος ο θεσμός βρίσκεται μπροστά σε προτάσεις που δεν επιφέρουν καμιά ουσιαστική βελτίωση αλλά λειτουργούν συγκεντρωτικά, ενισχύοντας αρμοδιότητες κατ’ ουσία ενός γραφειοκρατικού, αγκυλωμένου μοντέλου διοίκησης αντί να αποκεντρώσουν τις λειτουργίες στους φυσικούς εκφραστές της επιχειρηματικότητας, στα τοπικά επιμελητήρια. Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο Επιμελητηρίου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών, τις ανάγκες των μελών του και τις προσδοκίες για ανάπτυξης της περιοχής όπου δραστηριοποιείτε, ώστε να συνεισφέρει στην ανασυγκρότηση της Εθνικής Οικονομίας. Το να αντικαθιστά κανείς τα επιμελητήρια έξι νομών με ένα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Κεντρικής Μακεδονίας, συν ένα της Θεσσαλονίκης, διατηρώντας της υπηρεσίες και τις κατά τόπους δομές επικαλούμενος εύρυθμη λειτουργία και εξοικονόμηση πόρων εύλογα αποσπά θυμηδία και μνήμες από παλαιοτέρα «κουρέματα» αποθεματικών και προσπάθειες επιβολής απόψεων.
Λογικό είναι μία διοίκηση σε επίπεδο μιας περιφερειακής δομής να είναι ποιο βολικός συνομιλητής και σίγουρα οι αγκυλώσεις των αποφάσεων που προκύπτουν από τις δυσκολίες των αποστάσεων, τις ανισότητες των περιοχών, τον ανταγωνισμό και την διαφοροποίηση των τοπικών οικονομιών να μην βοηθούν στην παρουσίαση ενός θεσμού ικανού να προασπίσει τα τοπικά συμφέροντα. Η συνεργασία μεταξύ των τοπικών Επιμελητηρίων δεν μπορεί να προβληθεί σαν κάτι καινούργιο που να δημιουργεί την ανάγκη μεγάλων συνενώσεων καθώς ήδη προβλέπεται σε εθελοντική βάση ή αναγκαστική λόγω βιωσιμότητας μεταξύ περιοχών, ενώ κοινές συνέργιες για εξωστρέφεια και προώθηση επιχειρηματικότητας είναι διαδεδομένες με διάφορες μορφές (π.χ. Έκθεση Πελοποννήσου, δράσεις Επιμελητηρίων Θράκης κτλ). Πρέπει επιτέλους να ξεκαθαρίσουμε εάν τελικά θέλουμε ισχυροποιημένα Επιμελητήρια, αποτελεσματικά και αποδοτικά που θα είναι τα σημεία αναφοράς για την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, συμβούλων της Πολιτείας με θεσμοθετημένη συμμετοχή στον αναπτυξιακό σχεδιασμό, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και μετά να δούμε τις αλλαγές που θα οδηγήσουν σε αυτό το αποτέλεσμα, επιλύοντας παράλληλα μια σειρά προβλημάτων που άπτονται της Δημόσιας Διοίκησης και πλήττουν τον θεσμό.
Οι εποχές επιβάλουν να δούμε πέρα και πίσω από τις έννοιες και τις λέξεις. Πίσω από τη Ανάπτυξη βρίσκονται επιχειρήσεις, άνθρωποι που αγωνίζονται καθημερινά για την επιβίωση και αγωνιούν για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους. Πίσω από το Επιμελητηριακό θεσμό βρίσκονται κάποιοι επιχειρηματίες, επαγγελματίες, έμποροι, που αναλώνουν πολύτιμο χρόνο και ενέργεια στερώντας τον από την δουλειά τους, την οικογένεια τους, την προσωπική τους ζωή για να προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους. Πίσω από τον Επιμελητήριο βρίσκεται η υπερηφάνεια και οι προσδοκίες περιοχών, νομών, κλάδων της κοινωνίας. Ας δώσουμε μία ακόμα ευκαιρία σε αυτό που χρόνια τώρα αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς, τον Επιμελητηριακό θεσμό και να ευχηθούμε σύντομα να βρει το βηματισμό του, αφήνοντας πίσω ότι κακό συνειρμικά φέρνει μαζί του.
* Ο Σταύρος Γιανναβαρτζής είναι Μέλος του Δ.Σ. στο Επιμελητήριο Ημαθίας και Υποψήφιος Πρόεδρος