Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης, βόρεια της οδού Αγίου Δημητρίου και πάνω από την οδό Ολυμπιάδος, στις παρυφές της Άνω πόλης, στη συμβολή των οδών Τσαμαδού και Οιδίποδα και κοντά στα Βορειοδυτικά βυζαντινά τείχη, καθολικό άλλοτε βυζαντινής μονής. Χρονολογείται στα τέλη του 13ου – αρχές 14ου αιώνα, είναι χαρακτηριστικό δείγμα της Μακεδονικής Σχολής και πρόκειται για έναν σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με κλειστή στοά στη δυτική, τη νότια και τη βόρεια πλευρά του, η οποία στα ανατολικά απολήγει σε δύο συμμετρικά παρεκκλήσια. Στο κέντρο του κτηρίου υψώνεται ένας επτάπλευρος τρούλος, ενώ υπάρχουν τέσσερις ακόμα τρούλοι, μικρότεροι και χαμηλότεροι του κεντρικού, ένας σε καθεμία από τις τέσσερις γωνίες του οικοδομήματος. Βασικό χαρακτηριστικό του μνημείου είναι οι περίτεχνες εξωτερικές τοιχοποιίες του με τα πλούσια κεραμοπλαστικά κοσμήματα. Όλες οι όψεις του ναού είναι κατάσπαρτες από τυφλά αψιδώματα, μικρές κόγχες, δίλοβα και τρίλοβα ανοίγματα, πλίνθινους ημικίονες, θωράκια, κοσμήτες, που – σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των στεγών – διασπούν τους όγκους και δημιουργούν μία ανάλαφρη και εκλεπτυσμένη κατασκευή.
Την περίοδο 1946 – 1951 έγιναν αναστηλωτικές εργασίες στο ναό και τότε αποκαλύφθηκαν αποσπάσματα των παλαιών τοιχογραφιών του ναού που σώζονται αποσπασματικά λίγες απο αυτές οι οποίες χρονολογούνται γύρω στο 1315 και παριστάνουν την Κοινωνία των Αποστόλων, ιεράρχες που συλλειτουργούν, προφήτες και αγγέλους, σκηνές από τα θαύματα του Ιησού Χριστού και μεμονωμένους αγίους, κυρίως ασκητές και στυλίτες. Τα έργα αυτά, με τα ζωηρά χρώματα και τις δυναμικές μορφές που είναι ελεύθερα πλασμένες, αποτελούν αξιόλογα δείγματα της τέχνης του πρώιμου 14ου αιώνα και αντιπροσωπεύουν τη ζωγραφική της εποχής των Παλαιολόγων. Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Αικατερίνης μαζί με αυτές των άλλων ναών της πόλης (Προφήτης Ηλίας, Αγιοι Απόστολοι, Αγιος Νικόλαος Ορφανός, παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου στον Αγιο Δημήτριο, ναϊδριο του Σωτήρα κ.λπ.), πείθουν πως η Θεσσαλονίκη ήταν κέντρο της βυζαντινής αγιογραφίας, από όπου μάλιστα μεταδόθηκε η τέχνη αυτή σε όλες τις περιοχές της Βαλκανικής. Σε αυτό συνετέλεσε σημαντικά ασφαλώς το γειτνίασμα της Θεσσαλονίκης με το Αγιο Ορος και οι σχέσεις και οι επαφές της πόλης με την Αθωνική πολιτεία.
Από πλευράς διάταξης των χώρων και μορφολογίας, ο ναός της Αγίας Αικατερίνης έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον ναό των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης, παρόλο που έχουν κάποια χρονική διαφορά στην ανέγερσή τους (τέλη 13ου αιώνα η Αγία Αικατερίνη, αρχές 14ου αιώνα οι Αγιοι Απόστολοι). Η ομοιότητα μάλιστα αυτή είναι πολύ φανερή και στα δομικά -γενικά- στοιχεία καθώς και στον τρόπο κτισίματος των τοίχων. Πάντως η ύπαρξη των μνημείων αυτών με τα κοινά χαρακτηριστικά αποδεικνύει ότι στη Θεσσαλονίκη από τον 11ο και ως τον 14ο αιώνα, είχε δημιουργηθεί μία σημαντική εμπειρία στην ανέγερση των ναών, που κληροδοτήθηκε – προσαρμοσμένη στα τότε δεδομένα – και στους Έλληνες οικοδόμους κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ναού είναι οι περίτεχνες τοιχοποιίες εξωτερικά, που εκμεταλλεύονται αισθητικά κάθε αρχιτεκτονικό -μορφολογικό στοιχείο αναδεικνύοντάς το.
Ο ναός αρχικά δεν ήταν αφιερωμένος στην Αγία Αικατερίνη, αλλά – σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές και με βάση κάποια στοιχεία του εικονογραφικού του προγράμματος – είχε κτιστεί προς τιμή του Ιησού Χριστού, ενώ πιστεύεται επίσης ότι αποτελούσε το καθολικό της Μονής του Χριστού Παντοδύναμου. Επί τουρκοκρατίας, στα χρόνια του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ (1481 – 1512), η εκκλησία μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος και μετονομάστηκε σε Yakup Paşa τζαμί, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να λησμονηθεί σταδιακά η βυζαντινή ονομασία του κτηρίου και οι τοιχογραφίες είχαν σοβατιστεί από τους τούρκους. Με την απόδοσή του και πάλι στη χριστιανική λατρεία το μνημείο συνδέθηκε – άγνωστο για ποιον λόγο ή με ποια αφορμή – με την Αγία Αικατερίνη και σήμερα πλέον φέρει το όνομά της.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΗΣ