ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Συνέδριο με θέμα «Πρότυπα Ιπποκρατικής Ιατρικής Ηθικής στη διάρκεια του 20ου αιώνα»

Το Σάββατο 17 Μαρτίου 2018 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ξενοδοχίου «ΑΙΓΕΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ» έλαβε μέρος το συνέδριο «Πρότυπα Ιπποκρατικής Ιατρικής Ηθικής στη διάρκεια του 20ού αιώνα – Συσχέτιση με σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα» . Το συνέδριο διοργανώθηκε από την Εταιρεία Διάδοσης Ιπποκράτειου Πνεύματος (ΕΔΙΠ) με τη συνεργασία του Ιατρικού Συλλόγου Ημαθίας, του Ιδρύματος Λούρου Ιστορίας Ιατρικής και της Πανελλήνιας Εταιρείας Αρχαιολογίας και Ιστορίας Ιατρικής. Το συνέδριο παρακολούθησε και χαιρέτισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος εκφώνησε εισήγηση και έκανε την απονομή τιμητικής πλακέτας αναγόρευσης σε κήρυκα του Ιπποκράτειου Πνεύματος του Ιατρού και Επιστήμονα κ. Διονύσιου Κυρμιζάκη.

Η εισήγηση του Σεβασμιωτάτου στο Συνέδριο :

Ὁ ὅρος ἠθικός καί ἠθική εἶναι ἕνας ὅρος πολυχρησιμοποιημένος καί πολυσυζητημένος, ὁ ὁποῖος ὅμως, ἀκόμη καί στίς ἡμέρες μας, ἤ ἴσως περισσότερο στίς ἡμέρες μας, ἀπο­τελεῖ «σημεῖο ἀντιλεγό­με­νο».

Τί εἶναι ἠθικό; Ποιά ἡ σχέση ἀνά­μεσα στό ἠθικό καί τό νόμιμο, τό ἠθικό καί τό χρήσιμο, τό ἠθικό καί τήν προσωπική βούληση τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Ἡ συζήτηση περί ἠθι­κοῦ καί ἠθικῆς γίνεται πιό κρί­σι­μη, ὅταν τό διακύβευμα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ὑπό­στα­ση καί ζωή, τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά τή δώσει, καί κατά συνέ­πεια δέν ἔχει οὔτε τό δικαί­ω­μα νά τήν ἀφαι­ρέσει, καλεῖται ὅμως ὁ κα­θέ­νας μας νά τήν διαχει­ρι­σθεῖ ἤ καί νά τήν συνδιαχειρισθεῖ, ὄχι βεβαί­ως ὡς ἰδιοκτήτης, ἀκόμη καί ἐάν πρό­κει­ται γιά τή δική του ζωή, ἀλλά ὡς καλός καί σώφρων οἰ­κο­νό­μος της.

Στή διαδικασία αὐτή ἐμπλέκεται ἀναγκαστικά καί ὁ ἰατρός, ἐφόσον αὐτός ἀποτελεῖ τόν φυσικό συμ­πα­­­ρα­στάτη τοῦ ἀνθρώπου στή δια­χείριση τοῦ σώματος καί τῆς ζωῆς του καί στά προβλήματα πού ἀντι­με­τωπίζει σέ αὐτή. Παράλληλα ὅμως ἐμπλέκεται στή σχέση αὐτή καί ἡ ἰατρική ἠθική.

Ἡ ἰατρική ἠθική εἶναι ἕνας ἰδιαί­τε­ρος τομέας τῆς ἠθικῆς, ὄχι γιατί οἱ ἰατροί ἔχουν ἤ μποροῦν νά ἔχουν μία διαφορετική ἠθική ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά γιατί αὐτή ἡ ἠθική θά πρέπει νά διέπει τή σχέση τους μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο, μέ τόν ἀσθενῆ τους, ὁ ὁποῖος ἐμπιστεύεται στά χέρια τους καί στήν ἐπιστημονική τους γνώση τόν ἑαυτό του, καί μάλιστα συχνά σέ κάποιες δύσκολες στιγ­μές τῆς ζωῆς του.

Οἱ ἀρχές τῆς ἰατρικῆς ἠθικῆς ξε­κινοῦν ἀπό τόν Ἱπποκρατικό ὅρ­κο, πού ἀποτελεῖ, ὅπως εἶναι γνω­στό, τό πιό σύντομο ἔργο τῆς συλ­λο­γῆς κειμένων πού παραδί­δεται μέ τό ὄνομα τοῦ Ἱπποκράτη, καί σφρά­γισε, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, ὅσο κανένα ἄλλο ἀρχαῖο κείμενο τήν εἰκόνα τοῦ ἰατροῦ.

Παρότι ἡ πατρότητά του ἀμφι­σβη­τεῖται, εἶναι χωρίς ἀμφιβολία ἕνα ἀπό τά παλαιότερα κείμενα τῆς Ἱπποκρατικῆς συλλογῆς, πιθα­νόν ἀπό τά τέλη τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ., καί περιλαμβάνει βεβαίως τίς ὑποχρεώσεις τοῦ νέου ἰατροῦ, τό­σο ἀπέναντι στούς ὁμοτέχνους του ἰατρούς ὅσο καί ἀπέναντι στούς ἀσθενεῖς.

Τό πιό βασικό σημεῖο τῆς Ἱπ­πο­κρατικῆς ἠθικῆς πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τόν ὅρκο τοῦ Ἱπποκράτη εἶναι τό σημεῖο στό ὁποῖο ὁ ἀνώ­νυ­μος συντάκτης ἀναφέρει ὅτι ὑπέρτατο κριτήριο τῶν πράξεων τοῦ ἰατροῦ εἶναι τό συμφέρον τοῦ ἀσθενοῦς.

Ἑπομένως ὁ ἰατρός καλεῖται πρω­­τίστως νά παραμερίσει τό προ­σωπικό του συμφέρον κατά τή διάρ­κεια τῆς ἀσκήσεως τοῦ λει­τουργήματός του καί νά προτάξει αὐτό τοῦ ἀσθενοῦς.

Ἡ πρόταξη τοῦ συμφέροντος τοῦ ἀσθενοῦς ἀπό τόν ἰατρό δημιουρ­γεῖ γι᾽ αὐτόν τό ἠθικό καθῆκον τῆς ἀγαθοεργίας, ἡ ὁποία βρίσκει διάφορες ἐφαρμογές τόσο σέ ἀτο­μι­κό ἐπίπεδο, μέ τήν προσφορά βοη­­θείας πρός κάθε πάσχοντα ἄν­θρωπο, ἀνεξαρτήτως τῆς σχέσεώς του μέ τόν ἰατρό, ὅσο καί σέ γε­νι­κό ἐπίπεδο, μέ τή δραστηριο­ποί­η­ση τῶν ἰατρῶν πρός ἀποφυγή τῆς ἐξαπλώσεως διαφόρων νοση­μά­των.

Ἡ ἀρχή τῆς ἀγαθοεργίας περι­λαμ­­βάνεται, κατά τήν ἄποψη τῶν μελετητῶν, στή φράση τοῦ Ἱππο­κρα­τικοῦ ὅρκου «Συνταγές θά δί­νω ἰατρικές πού θά εἶναι, ὅσο ἀπό τή δύναμη καί τή δική μου κρίση ἐξαρτᾶται, μόνο γιά τό καλό τοῦ ἀρρώστου, καί θά φυλάγομαι μή δώσω συνταγή γιά τό κακό ἤ γιά νά βλάψω («Διαιτήμασί τε χρή­σο­μαι ἐπ᾽ ὠφελείη καμνόντων κα­τά δύναμιν καί κρίσιν ἐμήν, ἐπί δη­λήσει δέ καί ἀδικίῃ εἴρξειν»), καί ἀκόμη: «σέ ὅποια σπίτια θά μπαί­νω, γιά τό καλό θά μπαίνω τῶν ἀρρώστων», ἐνῶ πιστεύεται ὅτι ὑπο­νοεῖται καί στή φράση «ὠφε­λέ­ειν ἤ μή βλάπτειν» τοῦ πρώτου βιβλίου τῶν Ἐπιδημιῶν, καί θεω­­­ρεῖται ἡ πιό σημαντική ἀρχή γιά τήν παραδοσιακή ἰατρική καί τήν ἄσκηση τῆς ἰατρικῆς μέχρι πε­ρί­που τό τέλος τοῦ 20ου αἰώνα.

Τά τελευταῖα ὅμως χρόνια  ἔχει ἀρχίσει νά προβάλλεται περισσό­τε­ρο ἡ ἀρχή τῆς αὐτονομίας, ἡ ὁποία συνδέεται ἀφενός μέ τήν ὑποχρέωση τοῦ ἰατροῦ νά ἐνη­με­ρώνει τόν ἀσθενῆ, καί ἐκεῖ­νος νά συμμετέχει στή λήψη τῶν ἀπο­φά­σεων πού ἀφοροῦν στήν ὑγεία του καί κατ᾽ ἐπέκταση στή ζωή του, καί ἀφετέρου μέ ἄλλα θέματα πού σχετίζονται μέ τήν τήρηση τοῦ ἰα­τρικοῦ ἀπορρήτου, προσωπικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀσθενοῦς κλπ.

Ἡ ἀρχή τῆς αὐτονομίας δέν περι­λαμ­βάνεται στόν Ἱπποκρα­τικό ὅρ­κο, γιατί σύμφωνα μέ Ἱπποκράτη ὁ ἰατρός εἶναι ὁ μόνος πού γνω­ρί­ζει καί κατά συνέπεια κατανοεῖ τίς ἀνά­γκες τοῦ ἀσθενοῦς. Ἑπο­μένως ἔχει τήν ἀποκλειστική εὐθύνη νά προσφέρει τήν κατάλληλη θερα­πεία στόν ἀσθενῆ, σεβόμενος πά­ντο­τε τήν Ἱπποκρατική ἀρχή πού ὁρίζει ὅτι τίς ἰατρικές συνταγές πρέ­πει νά ἀποβλέπουν μόνο στό συμφέρον τοῦ ἀσθενοῦς, τό ὁποῖο ὑπερτερεῖ αὐτό τοῦ ἰατροῦ.

Ἡ ἀρχή βεβαίως τῆς αὐτονομίας μπορεῖ νά θέσει τόν ἰατρό ἐνώπιον ἑνός διαφορετικοῦ ἠθικοῦ διλήμ­μα­τος, καθώς ἡ δική του ἰατρική ἠθική εἶναι ἐνδεχόμενο σέ ὁρι­σμέ­νες περιπτώσεις νά ἔρχεται σέ ἀντί­θεση μέ τήν ἄποψη τοῦ ἀσθε­νοῦς γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ ὁ ἴδιος νά διαχειρισθεῖ ἤ νά διαθέσει τό σῶμα ἤ τή ζωή του, ὅπως παραδείγματος χάριν συμ­βαί­νει μέ περιπτώσεις εὐθανασίας, δωρεᾶς ὀργάνων, διακοπῆς κυή­σεως κλπ., οἱ ὁποῖες ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἱπποκρατική ἀρ­χή τοῦ «μή βλάπτειν».

Ἀναμφίβολα ἡ Ἱπποκρατική ἠθι­κή ἀποτελεῖ γιά τούς ἰατρούς κάθε ἐποχῆς ἕναν ὁδηγό πορείας ἤ ἕνα χαλινό, ὁ ὁποῖος χειραγωγεῖ τήν εὐεπίφορη στήν ἐπιδίωξη τοῦ προ­σω­πικοῦ καί ἰδιοτελοῦς συμφέρο­ντος ἀνθρώπινη φύση στό ἠθικά ὀρθό καί προστατεύει, ὡς ἕνα του­λάχιστον βαθμό τούς ἀσθενεῖς, τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού βρί­σκο­νται σέ δύσκολη κατάσταση καί ἀδυναμία καί ἔχουν ἄμεση ἀνά­γκη τῆς ἀρωγῆς τοῦ ἰατροῦ. Παράλληλα ὅμως ὑποστηρίζει καί σέ μεγάλο βαθμό τήν ἐθελοντική προσφορά τῶν ἰατρῶν πρός ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁποῖοι γιά διάφορους λόγους δέν ἔχουν πρόσβαση σέ ἰατρική καί φαρμακευτική περί­θαλ­ψη, ὅπως συμβαίνει μέ εὐά­λωτες κοινωνικές ὁμάδες, ἤ σέ πε­ριπτώσεις ἐκτάκτων φαινομέ­νων ἤ φυσικῶν καί λοιπῶν καταστρο­φῶν, ἀλλά καί σέ περιπτώ­σεις προσφύγων, μεταναστῶν καί ἀν­θρώ­πων τῶν ὁποίων ἡ ζωή βρί­σκεται σέ κίνδυνο.

Ἡ Ἱπποκρατική ἠθική δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄσχετη μέ αὐτό στό ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ πρωτοκο­ρυ­φαῖος ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπι­στολή του πρός τούς χριστια­νούς τῆς Ρώμης λέγοντας: «ὅταν ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιῶσιν, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος· οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως» (Ρωμ. 2, 14-15). «Ὅσο, δηλαδή, γιά τά ἄλλα ἔθνη, πού δέν γνωρίζουν τόν νόμο, πολ­λές φορές κάνουν ἀπό μόνοι τους αὐτό πού ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτό δείχνει πώς, ἄν καί δέν τούς δό­θη­κε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγή τους φανερώ­νει πώς οἱ ἐντολές τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στίς καρδιές τους καί σ᾽αὐτό συμφωνεῖ καί ἡ συνεί­δησή τους».

Ἐμεῖς ὅμως πού ἔχουμε τήν εὐ­λογία νά μᾶς ἔχει δοθεῖ νόμος. καί μάλιστα ἀπό τόν ἴδιο τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστό, νόμος πού δέν περιορίζεται σέ κάποιους μόνο ἠθικούς κανόνες, ἀλλά μᾶς δείχνει τήν «καθ᾽ ὑπερβολήν ὁδόν», τήν ὁδό τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὅπως καί πρός τόν ἑαυτό μας, ἔχουμε φωτεινά παραδείγματα καί πρότυ­πα ἁγίων ἰατρῶν οἱ ὁποῖοι τίμη­σαν τό ὑψηλό λειτούργημα πού διακονοῦν καί τήν ἰατρική ἐπι­στή­μη, προσφέροντας ἀνιδιοτε­λῶς καί αὐτοθυσιαστικῶς καί τίς γνώ­σεις καί τίς δυνάμεις του καί τόν ἑαυτό τους γιά τή σωτηρία τῶν συνανθρώπων τους.

Καί δέν ἀναφερθῶ στά πολυά­ριθμα θαύματα τῶν ἰατρῶν ἁγίων, τῶν ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, Κύρου καί Ἰωάννου, Παντελεήμονος καί Ἑρμολάου καί ὅλων τῶν ἄλλων. Θά ἤθελα ὅμως νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα σύγχρονό μας ἅγιο ἰατρό, σέ ἕνα καθηγητή τῆς Χει­ρουργικῆς ὁ ὁποῖς ἔζησε στίς ἡμέρες μας, ὁ ὁποῖος ἀντιμε­τώπισε ὡς ἰατρός καί καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς προβλήματα παρό­μοια μέ αὐτά πού ἀντιμετωπίζετε καί σεῖς στήν καθημερινή ἰατρική πράξη, καί ἀκόμη μεγαλύτερα, για­τί ἐκεῖνος ἔζησε καί ἔδρασε, ἔζη­σε καί διακόνησε τόν ἄνθρωπο ὡς ἰατρός σέ ἕνα καθεστώς ἀνε­λεύθερο, σέ ἕνα καθεστώς πού μέ τίς πρακτικές καί τίς μεθόδους βίας πού χρησιμοποιοῦσε ὄχι μόνο δέν ἐξασφάλιζε τήν ὑγεία τῶν πο­λιτῶν του ἀλλά καί προκα­λοῦσε σέ αὐτούς σοβαρά ἰατρικά προβλή­ματα, γιά τή θεραπεία καί ἀποκα­τάσταση τῶν ὁποίων ἀδιαφο­ροῦ­σε.

Ἀναφέρομαι φυσικά στόν ἅγιο Λουκᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Συμφερου­πό­λεως, τόν ἰατρό καί θαυμα­τουργό, ὁ ὁποῖος ὡς ἰατρός καί καθηγητής τῆς Χειρουργικῆς ἀντι­μετώπισε πολυάριθμα προβλήμα­τα καί ἠθικά διλήμ­ματα ἐξαιτίας τῆς ἀπάνθρωπης καί ἀνελεύθερης πολιτικῆς τοῦ σοβιετικοῦ καθε­στῶ­τος στό ὁποῖο ζοῦσε καί τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καί ὁ ἴδιος θύμα, ἐφόσον πολλές ἀπό τίς ἀσθένειες ἀπό τίς ὁποῖες ὑπέφερε ὀφειλόταν στίς μακροχρόνιες ἐξορίες, φυλα­κί­σεις καί βασανιστήρια στά ὁποῖα τόν ὑπέβαλαν οἱ κρατικές ἀρχές, πού δέν μποροῦσαν νά ἀνεχθοῦν οὔτε τήν χριστιανική του πίστη, οὔτε τό ἱερατικό του σχῆμα, οὔτε τή διακονία τῆς ἀγάπης του πρός τούς ἀσθενεῖς καί πάσχοντες σέ ὅλες ἐκεῖνες τίς ἀπομακρυσμένες καί παγωμένες περιοχές τῆς Σο­βιε­τικῆς Ἑνώσεως πού τόν ἐξόρι­ζαν. Δέν μποροῦσαν ἀκόμη νά ἀνε­χθοῦν τήν ἀφιλοχρήματη προσ­φο­ρά του σέ ἀσθενεῖς γιά τούς ὁποίους δέν εἶχε καμία ὑπο­χρέωση καί καμία εὐθύνη καί τῶν ὁποίων ἐκεῖνοι ὑποτιμοῦσαν ἀκό­μη καί τήν προσωπικότητα.

Ἡ περίπτωση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἰατροῦ καί ἁγίου, τοῦ ἁγίου Λου­κᾶ, δείχνει σέ ὅλους μας, ἰατρούς καί μή, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ ἰατροῦ καί ἡ ἀφοσίωση του στόν Θεό καί στούς συνανθρώπους του ὑπερ­βαί­νει κάθε ἠθική, ἀκόμη καί τήν Ἱπποκρατική ἠθική, διότι μείζων καί αὐτῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί αὐτή εἶναι πού σώζει τόν ἀσθενῆ καί ἀναδεικνύει τήν προσ­φο­ρά καί τήν ἀξία τοῦ ἰατροῦ.

Αφήστε μια απάντηση